λαβωμένος

λαβωμένος
η , ο[ν] раненый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λαβωμένος" в других словарях:

  • λαβωμένος — η, ο βλ. λαβώνω …   Dictionary of Greek

  • λαβώνω — (Μ λαβώνω) 1. τραυματίζω, πληγώνω, ιδίως με όπλο 2. μτφ. σαγηνεύω ερωτικά, εμπνέω έρωτα σε κάποιον 3. μτφ. θολώνω τον νου, επηρεάζω την κρίση, συγχύζω («η αγάπη τού λάβωνε τη γνώση», Ερωτόκρ.) 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) λαβωμένος η, ο τραυματίας,… …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • τραυματίας — ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρωματίας Α αυτός που φέρει τραύμα, τραυματισμένος, λαβωμένος (α. «τραυματίας πολέμου» αυτός που τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια πολεμικής ενέργειας και, κατ επέκτ., αυτός που έχει υποστεί μόνιμη σωματική βλάβη από τραυματισμό… …   Dictionary of Greek

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

  • λαβώνομαι — λαβώνομαι, λαβώθηκα, λαβωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λαβώνω — λάβωσα, λαβώθηκα, λαβωμένος 1. τραυματίζω με όπλο, πληγώνω: Τα παλικάρια λαβώθηκαν πολεμώντας. 2. μτφ., προκαλώ τον έρωτα: Του έριξε μια ματιά που τον λάβωσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραυματίας — ο αυτός που έχει τραύμα ή τραύματα, πληγωμένος, λαβωμένος: Δύο νεκροί και τρεις τραυματίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»